Απαλλοτρίωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απαλλοτρίωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onteigening, de onteigening, onteigeningen
Απαλλοτρίωση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαλλοτρίωση

απαλλοτρίωση αναγνώριση δικαιούχου, απαλλοτρίωση ορισμός, απαλλοτρίωση english, απαλλοτρίωση στα αγγλικά, απαλλοτρίωση συνώνυμο, απαλλοτρίωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απαλλοτρίωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαλλαγή στα ολλανδικά - vrijstelling, ontheffing, uitzondering, de vrijstelling, vrijstelling van
  • απαλλαγμένος στα ολλανδικά - vrijstellen, ontslaan, gratis, vrij, vrije
  • απαλός στα ολλανδικά - zachtzinnig, liefelijk, zoel, zacht, mild, zoet, zachtmoedig, ...
  • απανθρωπιά στα ολλανδικά - onmenselijkheid, de onmenselijkheid, onmenselijke, onmenselijkheid van, onmenselijk
Τυχαίες λέξεις
Απαλλοτρίωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onteigening, de onteigening, onteigeningen