Απολύτως στα δανικά
Μετάφραση: απολύτως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
absolut, helt, fuldstændig, er absolut
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απολύτως
απολύτωσ in english, απολύτως βενιζέλος, απολύτως σχετικό, απολύτωσ τίποτα, απολύτως βικιλεξικο, απολύτως λεξικό γλώσσας δανικά, απολύτως στα δανικά
Μεταφράσεις
- απολυμαίνω στα δανικά - desinficere, desinficeres, desinfektion, at desinficere, desinficer
- απολυταρχικός στα δανικά - autoritær, autoritære, autoritært, en autoritær
- απολύω στα δανικά - taske, sæk, fyr, ild, afskedige, bål, fyre, ...
- απομίμηση στα δανικά - efterligning, imiteret, imitation, efterligninger
Τυχαίες λέξεις
Απολύτως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: absolut, helt, fuldstændig, er absolut
Μεταφράσεις: absolut, helt, fuldstændig, er absolut