Αποστερώ στα δανικά
Μετάφραση: αποστερώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berøve
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποστερώ
αποστερώ σύνταξη, αποστερώ συνωνυμο, αποστερώ λεξικό γλώσσας δανικά, αποστερώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποστατώ στα δανικά - fejl, defekt, brist, plet, frafaldne, Renegade, frafalden, ...
- αποστειρώνω στα δανικά - sterilisere, steriliseres, sterilisering, der steriliseres, at sterilisere
- αποστολή στα δανικά - læs, ladning, mission, missionen, opgave, opgaver
- αποστολικός στα δανικά - apostolske, apostoliske, apostolisk, Apostolic, Apostolsk
Τυχαίες λέξεις
Αποστερώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berøve
Μεταφράσεις: berøve