Αρνί στα δανικά

Μετάφραση: αρνί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lam, lammekød, Lammets, lammet, lamb
Αρνί στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρνί

αρνί στη σούβλα, αρνί στην γάστρα, αρνί με ρύζι στο φούρνο, αρνί στο φούρνο, αρνί θερμίδες, αρνί λεξικό γλώσσας δανικά, αρνί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρμόζω στα δανικά - ske, dragt, blive, tilkomme, passer sig, sømme, sømme sig, ...
  • αρμόζων στα δανικά - montering, passende, indretning, tilpasning, fitting
  • αρνησικυρία στα δανικά - veto, forbyde, vetoret, nedlægge veto, vetoretten, at nedlægge veto
  • αρνητικά στα δανικά - negativ, negative, negativt, benægtende
Τυχαίες λέξεις
Αρνί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lam, lammekød, Lammets, lammet, lamb