Αρνί στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρνί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lam, lamsvlees, lammeren, lamb, lams
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρνί
αρνί στη σούβλα, αρνί στην γάστρα, αρνί με ρύζι στο φούρνο, αρνί στο φούρνο, αρνί θερμίδες, αρνί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρνί στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρμόζω στα ολλανδικά - schikken, gerechtszaak, deugen, set, raken, gewaad, stel, ...
- αρμόζων στα ολλανδικά - behoorlijk, voegzaam, keurig, betamelijk, gepast, passend, fitting, ...
- αρνησικυρία στα ολλανδικά - veto, vetorecht, veto van, het veto, vetorechten
- αρνητικά στα ολλανδικά - ontkennend, negatief, negatieve, de negatieve, een negatieve
Τυχαίες λέξεις
Αρνί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lam, lamsvlees, lammeren, lamb, lams
Μεταφράσεις: lam, lamsvlees, lammeren, lamb, lams