Ασύρματο στα δανικά

Μετάφραση: ασύρματο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
radio, Trådløs, Trådløst, Wireless, trådløse, den trådløse
Ασύρματο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύρματο

ασύρματο ποντίκι, ασύρματο ηχείο jam plus, ασύρματο πληκτρολόγιο, ασύρματο κουδούνι, ασύρματο τηλέφωνο, ασύρματο λεξικό γλώσσας δανικά, ασύρματο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασύμμετρος στα δανικά - utilstrækkeligt, usammenlignelig
  • ασύμπτωτο στα δανικά - asymptote
  • ασύστολα στα δανικά - skamløst, frækt, skammeligt, skamløst at, skamløs
  • ασύστολος στα δανικά - Ruthless, hensynsløse, hensynsløs, skånselsløs, skånselsløse
Τυχαίες λέξεις
Ασύρματο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: radio, Trådløs, Trådløst, Wireless, trådløse, den trådløse