Αυξάνομαι στα δανικά
Μετάφραση: αυξάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stige, ske, vokse, bjerg, blive, vokser, dyrke, at vokse, bliver
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυξάνομαι
αυξάνομαι συνώνυμα, αυξάνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, αυξάνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυλός στα δανικά - rør, pibe, fløjte, fløjten, flute, tværfløjte
- αυνανισμός στα δανικά - onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani
- αυξάνω στα δανικά - stige, tiltagende, tiltage, øge, vokse, vokser, dyrke, ...
- αυξομειώνω στα δανικά - svinger, varierer, fluktuerer, svingende, udsving
Τυχαίες λέξεις
Αυξάνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stige, ske, vokse, bjerg, blive, vokser, dyrke, at vokse, bliver
Μεταφράσεις: stige, ske, vokse, bjerg, blive, vokser, dyrke, at vokse, bliver