Αυξάνομαι στα νορβηγικά

Μετάφραση: αυξάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestige, gro, fjell, tilta, montere, berg, dyrke, stigning, vokse, vokser, å vokse, blir, øke
Αυξάνομαι στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυξάνομαι

αυξάνομαι συνώνυμα, αυξάνομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αυξάνομαι στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • αυλός στα νορβηγικά - rør, fløyte, fløyten, fløyta, flute
  • αυνανισμός στα νορβηγικά - onani, masturbering, masturbasjon, onanering, masturbation
  • αυξάνω στα νορβηγικά - vokse, heve, tilvekst, tilta, økning, vekst, forhøye, ...
  • αυξομειώνω στα νορβηγικά - variere, svinger, varierer, fluktuerer, varierer i, svinge
Τυχαίες λέξεις
Αυξάνομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: bestige, gro, fjell, tilta, montere, berg, dyrke, stigning, vokse, vokser, å vokse, blir, øke