Αυξάνομαι στα ρουμανικά
Μετάφραση: αυξάνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crete, ascensiune, munte, crește, crească, cresc, creasca, să crească
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυξάνομαι
αυξάνομαι συνώνυμα, αυξάνομαι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αυξάνομαι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αυλός στα ρουμανικά - tub, flaut, ţeavă, pipă, fluier, flute, flaut de, ...
- αυνανισμός στα ρουμανικά - masturbare, masturbarea, masturbarii, masturbării, de masturbare
- αυξάνω στα ρουμανικά - spori, sporire, creştere, crește, crească, cresc, creasca, ...
- αυξομειώνω στα ρουμανικά - fluctuează, variază, fluctueaza, oscilează, fluctuează de
Τυχαίες λέξεις
Αυξάνομαι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: crete, ascensiune, munte, crește, crească, cresc, creasca, să crească
Μεταφράσεις: crete, ascensiune, munte, crește, crească, cresc, creasca, să crească