Αφορμή στα δανικά
Μετάφραση: αφορμή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undskylde, årsag, årsagen, sag, anledning, årsag til
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφορμή
αφορμή λεξικό, αφορμή περσικών πολέμων, αφορμή γαλλικής επανάστασης, αφορμή του πελοποννησιακού πολέμου, αφορμή συνώνυμα, αφορμή λεξικό γλώσσας δανικά, αφορμή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αφοπλισμός στα δανικά - nedrustning, afvæbning, afrustning, nedrustnings-, afvæbningen
- αφορίζω στα δανικά - ekskommunikere, bandlyse, ekskommunicere, bandlyser, at ekskommunikere
- αφοσίωση στα δανικά - loyalitet, loyalitet over, loyaliteten, loyale
- αφουγκράζομαι στα δανικά - lytte, aflytte, lytte med, overhøre, lure
Τυχαίες λέξεις
Αφορμή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undskylde, årsag, årsagen, sag, anledning, årsag til
Μεταφράσεις: undskylde, årsag, årsagen, sag, anledning, årsag til