Αφορμή στα ουγγρικά
Μετάφραση: αφορμή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ok, oka, okát, okot, mert
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αφορμή
αφορμή λεξικό, αφορμή περσικών πολέμων, αφορμή γαλλικής επανάστασης, αφορμή του πελοποννησιακού πολέμου, αφορμή συνώνυμα, αφορμή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αφορμή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αφοπλισμός στα ουγγρικά - lefegyverzés, leszerelés, leszerelési, a leszerelés, leszerelést, leszerelésről
- αφορίζω στα ουγγρικά - kiközösített, kiközösítik, kiátkoz, mindenkit közösítsenek, közösítsenek
- αφοσίωση στα ουγγρικά - rajongás, hűség, lojalitás, hűséget, lojalitást, hűségét
- αφουγκράζομαι στα ουγγρικά - kihallgat, kihallgatni, hallgatózni, hallgatózik, ereszalja
Τυχαίες λέξεις
Αφορμή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ok, oka, okát, okot, mert
Μεταφράσεις: ok, oka, okát, okot, mert