Βία στα δανικά

Μετάφραση: βία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvinge, kraft, voldsomhed, styrke, vold, volden, af vold, vold i
Βία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βία

σχολική βία, ενδοσχολική βία, βια, βία λεξικό γλώσσας δανικά, βία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βήχας στα δανικά - hoste, hosten, af hoste
  • βήχω στα δανικά - hoste, hosten, af hoste
  • βίαιος στα δανικά - voldsom, kraftig, voldelig, voldelige, voldsomme, voldeligt
  • βίδα στα δανικά - skrue, skruen, skruer
Τυχαίες λέξεις
Βία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tvinge, kraft, voldsomhed, styrke, vold, volden, af vold, vold i