Βία στα ουκρανικά
Μετάφραση: βία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поліція, порушники, сила, примусити, насилувати, примушувати, насильство, насилля, насильства
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βία
σχολική βία, ενδοσχολική βία, βια, βία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βήχας στα ουκρανικά - чхати, кашель, чхання, кашляти
- βήχω στα ουκρανικά - чхати, чхання, кашель, кашляти
- βίαιος στα ουκρανικά - сили, підігрітий, нагрітий, гарячий, палкий, сильний, невеликий, ...
- βίδα στα ουκρανικά - вижимати, крутитися, вертіти, гвинт, винт
Τυχαίες λέξεις
Βία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поліція, порушники, сила, примусити, насилувати, примушувати, насильство, насилля, насильства
Μεταφράσεις: поліція, порушники, сила, примусити, насилувати, примушувати, насильство, насилля, насильства