Βαδίζω στα δανικά
Μετάφραση: βαδίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
marchere, gå, marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαδίζω
βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω λεξικό γλώσσας δανικά, βαδίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- βαγενάς στα δανικά - Vayenas
- βαγόνι στα δανικά - vogn, transport, transporten, befordring, vognen
- βαζάκι στα δανικά - vase, chok, beholder, krukke, jar, krukken, glas, ...
- βαθιά στα δανικά - dybt, er dybt, stærkt, dyb
Τυχαίες λέξεις
Βαδίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: marchere, gå, marts, march, marchen, marcherende, fremmarch
Μεταφράσεις: marchere, gå, marts, march, marchen, marcherende, fremmarch