Βαδίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαδίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mármore, março, marcha, março de, de Março, de Março de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαδίζω
βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαδίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαγενάς στα πορτογαλικά - Vayenas
- βαγόνι στα πορτογαλικά - vagão, carruagem, transporte, carro, o transporte, de carro
- βαζάκι στα πορτογαλικά - variar, vaso, varie, recipiente, vasilha, jarra, jarro, ...
- βαθιά στα πορτογαλικά - profundamente, profunda, fundo, profundo, profundidade
Τυχαίες λέξεις
Βαδίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mármore, março, marcha, março de, de Março, de Março de
Μεταφράσεις: mármore, março, marcha, março de, de Março, de Março de