Βελτιώνω στα δανικά

Μετάφραση: βελτιώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
meliorate
Βελτιώνω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βελτιώνω

βελτιώνω συνώνυμο, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω αντώνυμο, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω αντίθετο, βελτιώνω λεξικό γλώσσας δανικά, βελτιώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βελτίωση στα δανικά - forbedring, forbedringer, forbedre, forbedring af, forbedringen
  • βελτιώνομαι στα δανικά - meliorate
  • βελόνα στα δανικά - nål, kanyle, nålen, kanylen, p
  • βενζίνη στα δανικά - gas, benzin, benzinen, benzin-
Τυχαίες λέξεις
Βελτιώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: meliorate