Hensigt στα ελληνικά

Μετάφραση: hensigt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιτείνω, αντικείμενο, προαίρεση, στοχεύω, βλέψη, αντικειμενικός, γκολ, σχεδιάζω, αποβλέπω, σκοπός, σχέδιο, σκοπεύω, σχεδιασμός, στόχος, πρόθεση, πρόθεσή, την πρόθεσή, την πρόθεση, σκοπό
Hensigt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hendes στα ελληνικά - αυτή, της, αυτήν, την, αυτής
  • henrettelse στα ελληνικά - εκτέλεση, εκτέλεσης, την εκτέλεση, εκτέλεσή, υλοποίηση
  • hente στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, σηκώστε, πάρει, παραλάβετε, πάρετε, να πάρει
  • hentydning στα ελληνικά - υπαινιγμός, νύξη, υπαινιγμό, υπαινιγμούς, συνειρμός
Τυχαίες λέξεις
Hensigt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιτείνω, αντικείμενο, προαίρεση, στοχεύω, βλέψη, αντικειμενικός, γκολ, σχεδιάζω, αποβλέπω, σκοπός, σχέδιο, σκοπεύω, σχεδιασμός, στόχος, πρόθεση, πρόθεσή, την πρόθεσή, την πρόθεση, σκοπό