Βουίζω στα δανικά

Μετάφραση: βουίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hum, brum, brummen, summen, nynne
Βουίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουίζω

βουίζω λεξικό γλώσσας δανικά, βουίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βοσκότοπος στα δανικά - græs, græsningsarealer, græsgange, græsarealer, græsningsareal, græsning
  • βοτανικός στα δανικά - botanisk, botaniske, Blomster og botanik, Botanical, og botanik
  • βουκολικός στα δανικά - bucolic
  • βουλή στα δανικά - parlament, hus, House, huset, Parlamentet, feriehus
Τυχαίες λέξεις
Βουίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hum, brum, brummen, summen, nynne