Βουίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βουίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трутень, дзижчати, мимрити, коливатись, гудіння, гудіти, гул, гомін, гуркіт, шум
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουίζω
βουίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βουίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βοσκότοπος στα ουκρανικά - пасовище, пасовисько, пастися, пастись, пасовищний угіддями
- βοτανικός στα ουκρανικά - ботанічний, Ботанічні, Ботанический, ботанічного
- βουκολικός στα ουκρανικά - сільський, буколічний, буколічні
- βουλή στα ουκρανικά - парламент, будинок, дім, дом, додому, будинку
Τυχαίες λέξεις
Βουίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: трутень, дзижчати, мимрити, коливатись, гудіння, гудіти, гул, гомін, гуркіт, шум
Μεταφράσεις: трутень, дзижчати, мимрити, коливатись, гудіння, гудіти, гул, гомін, гуркіт, шум