Βουίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: βουίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uğultu, vızıltı, hımlamak, uğuldamak, vınlama
Βουίζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουίζω

βουίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, βουίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βοσκότοπος στα τούρκικα - otlak, mera, otlatma, otlayan, otlama, grazing
  • βοτανικός στα τούρκικα - botanik, Botanical, Çiçekli ve Botanik, bitkisel, ve Botanik
  • βουκολικός στα τούρκικα - pastoral, bucolic, pastoral bir, yontulmamışlarız, çoban
  • βουλή στα τούρκικα - parlamento, ev, evi, house, Evleri, evin
Τυχαίες λέξεις
Βουίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: uğultu, vızıltı, hımlamak, uğuldamak, vınlama