Βουίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βουίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
döngés, zümmögés, hum, brumm, zümmögése, dúdolni
Βουίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουίζω

βουίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βουίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βοσκότοπος στα ουγγρικά - legelő, legelők, legelőket, legelőn, legelőgazdálkodás
  • βοτανικός στα ουγγρικά - füvészkönyv, növénytani, Botanikus, botanikai, Botanical, növényrendsze
  • βουκολικός στα ουγγρικά - pásztori, bukolikus, falusias, falusin, idilli
  • βουλή στα ουγγρικά - parlament, ház, House, házban, házat, háza
Τυχαίες λέξεις
Βουίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: döngés, zümmögés, hum, brumm, zümmögése, dúdolni