Βυθίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: βυθίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vask, dykke, sænke, synke, håndvask, sink, vasken, sinken
Βυθίζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βυθίζομαι

βυθίζομαι συνόνυμα, βυθίζομαι δεν πνίγομαι δεν ξέρω να υποκρίνομαι, βυθίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, βυθίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βρώμικος στα δανικά - snavset, beskidt, dirty, beskidte, snavsede
  • βυζί στα δανικά - tit, titan, titani, brystvorte, tita
  • βυθίζω στα δανικά - dykke, synke, vask, sænke, håndvask, sink, vasken, ...
  • βυθοκόρος στα δανικά - opmudringsfartøj, muddermaskine, dredger, mudderpram, muddermaskinen
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vask, dykke, sænke, synke, håndvask, sink, vasken, sinken