Βυθίζομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: βυθίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gootsteen, zinken, wastafel, spoelbak, wasbak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βυθίζομαι
βυθίζομαι συνόνυμα, βυθίζομαι δεν πνίγομαι δεν ξέρω να υποκρίνομαι, βυθίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βυθίζομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βρώμικος στα ολλανδικά - onaangenaam, morsig, vies, vervelend, boosaardig, onrein, lelijk, ...
- βυζί στα ολλανδικά - mees, tit, tiet, mezen, lik
- βυθίζω στα ολλανδικά - zinken, gootsteen, wastafel, spoelbak, wasbak
- βυθοκόρος στα ολλανδικά - baggermachine, baggerschip, dredger, baggerschepen, baggervaartuig
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gootsteen, zinken, wastafel, spoelbak, wasbak
Μεταφράσεις: gootsteen, zinken, wastafel, spoelbak, wasbak