Γενικότητα στα δανικά

Μετάφραση: γενικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
almenhed, generalitet, generelle, generelle anvendelse, hovedreglen
Γενικότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικότητα

γενικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, γενικότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γενική στα δανικά - genitiv, generelt, generel, generelle, almindelige, almindelighed
  • γενικός στα δανικά - hel, generel, general, almindelig, generelt, generelle, almindelige, ...
  • γεννήτρια στα δανικά - generator, generatoren, generatorer
  • γενναία στα δανικά - modig, modige, tapre, tapper, fagre
Τυχαίες λέξεις
Γενικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: almenhed, generalitet, generelle, generelle anvendelse, hovedreglen