Γλείφω στα δανικά
Μετάφραση: γλείφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sug, suge, lick, slikke, slikker, slik, sliksten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλείφω
γλείφω λεξικό γλώσσας δανικά, γλείφω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γλίτσα στα δανικά - dynd, slam, Slime, slim, til Slime
- γλαφυρός στα δανικά - veltalende, sigende, talende, velformuleret, velformulerede
- γλειφιτζούρι στα δανικά - slikkepind, lollipop, slikkepinden, slikkepinde, lollipopbillede
- γλεντζές στα δανικά - reveller, reveler, travle gæsten
Τυχαίες λέξεις
Γλείφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sug, suge, lick, slikke, slikker, slik, sliksten
Μεταφράσεις: sug, suge, lick, slikke, slikker, slik, sliksten