Γλείφω στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλείφω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lurken, zuigen, likken, opzuigen, lik, Lick, likje, de Lik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλείφω
γλείφω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλείφω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γλίτσα στα ολλανδικά - schuim, modder, slib, slijk, slik, slijm, Slime, ...
- γλαφυρός στα ολλανδικά - klaar, levendig, lumineus, helder, licht, lichtend, welsprekend, ...
- γλειφιτζούρι στα ολλανδικά - lolly, lollipop, lollie
- γλεντζές στα ολλανδικά - zwelger, pretmaker, zwierbol, reveler, reveller
Τυχαίες λέξεις
Γλείφω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lurken, zuigen, likken, opzuigen, lik, Lick, likje, de Lik
Μεταφράσεις: lurken, zuigen, likken, opzuigen, lik, Lick, likje, de Lik