Γνέφω στα δανικά
Μετάφραση: γνέφω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vinke, bevægelse, signal, beckon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γνέφω
γνέφω ετυμολογία, γνέφω καταφατικά, γνέφω συνώνυμα, γνέφω λεξικό γλώσσας δανικά, γνέφω στα δανικά
Μεταφράσεις
- γλώσσα στα δανικά - sprog, eneste, ensom, isoleret, alene, tale, tunge, ...
- γνέθω στα δανικά - centrifugering, tur
- γνήσια στα δανικά - ægte, reel, reelt, virkelig, egentlig
- γνήσιος στα δανικά - oprindelig, original, ægte, reel, reelt, virkelig, egentlig
Τυχαίες λέξεις
Γνέφω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vinke, bevægelse, signal, beckon
Μεταφράσεις: vinke, bevægelse, signal, beckon