Γνέφω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: γνέφω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вабіць, прыцягваць, маніць, цягнуць, вабіў
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γνέφω
γνέφω ετυμολογία, γνέφω καταφατικά, γνέφω συνώνυμα, γνέφω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, γνέφω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- γλώσσα στα λευκορωσικά - язык, мова, мову
- γνέθω στα λευκορωσικά - спін
- γνήσια στα λευκορωσικά - сапраўдны, сапраўдная, сапраўднае
- γνήσιος στα λευκορωσικά - сапраўдны, сапраўдная, сапраўднае
Τυχαίες λέξεις
Γνέφω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вабіць, прыцягваць, маніць, цягнуць, вабіў
Μεταφράσεις: вабіць, прыцягваць, маніць, цягнуць, вабіў