Γνέφω στα τούρκικα

Μετάφραση: γνέφω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
devinim, kımıldanma, hareket, jest, işaret etmek, çağıran bir, baş işareti yapmak, baş işareti, işaretle çağırmak
Γνέφω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνέφω

γνέφω ετυμολογία, γνέφω καταφατικά, γνέφω συνώνυμα, γνέφω λεξικό γλώσσας τούρκικα, γνέφω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γλώσσα στα τούρκικα - söylev, biricik, dil, ıssız, hitabe, konuşma, yalnız, ...
  • γνέθω στα τούρκικα - dönüş, dönme, sıkma, Spin, eğirme
  • γνήσια στα τούρκικα - hakiki, gerçek, orijinal, gerçek bir, özgün
  • γνήσιος στα τούρκικα - gerçek, ilk, orijinal, hakiki, gerçek bir, özgün
Τυχαίες λέξεις
Γνέφω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: devinim, kımıldanma, hareket, jest, işaret etmek, çağıran bir, baş işareti yapmak, baş işareti, işaretle çağırmak