Δασκάλα στα δανικά
Μετάφραση: δασκάλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
instruktør, lærer, læreren, underviser, teacher, lærere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασκάλα
δασκάλα αγγλικών, δασκάλα δασκάλα ποιοσ σε φίλησε, δασκάλαβμ, δασκαλαβμ2, δασκάλα βμ3, δασκάλα λεξικό γλώσσας δανικά, δασκάλα στα δανικά
Μεταφράσεις
- δαπάνη στα δανικά - forbrug, koste, udgifter, pris, udgift, bekostning, regning, ...
- δαπανηρός στα δανικά - værdifuld, dyr, kostbar, dyrt, dyre, kostbare, omkostningskrævende
- δασμοί στα δανικά - pligt, pligter, afgifter, opgaver, told, hverv
- δασμολόγιο στα δανικά - tarif, takst, told-, tariferingsoplysninger, tariffen
Τυχαίες λέξεις
Δασκάλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: instruktør, lærer, læreren, underviser, teacher, lærere
Μεταφράσεις: instruktør, lærer, læreren, underviser, teacher, lærere