Δασκάλα στα πολωνικά

Μετάφραση: δασκάλα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bakałarz, docent, wychowawca, belfer, nauczyciel, nauczycielka, nauczycielem, nauczyciela, nauczycieli
Δασκάλα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασκάλα

δασκάλα αγγλικών, δασκάλα δασκάλα ποιοσ σε φίλησε, δασκάλαβμ, δασκαλαβμ2, δασκάλα βμ3, δασκάλα λεξικό γλώσσας πολωνικά, δασκάλα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δαπάνη στα πολωνικά - kosztować, wydatek, oplatanie, nakład, ekonomiczność, kosztowanie, rozchód, ...
  • δαπανηρός στα πολωνικά - cenny, kosztowny, wspaniały, czasochłonny, drogi, kosztowne, kosztowna, ...
  • δασμοί στα πολωνικά - dług, dyżur, cło, służba, obowiązek, obciążenie, obowiązki, ...
  • δασμολόγιο στα πολωνικά - taryfa, cło, taryfowanie, taryfikator, taryfowe, taryfowy, taryfy, ...
Τυχαίες λέξεις
Δασκάλα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bakałarz, docent, wychowawca, belfer, nauczyciel, nauczycielka, nauczycielem, nauczyciela, nauczycieli