Διαβιβαστής στα δανικά
Μετάφραση: διαβιβαστής, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
speditør, speditøren, forwarder, udkørselsmaskine, disponent
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαβιβαστής
διαβιβαστής πυροβολικού, ειδικότητα διαβιβαστής, οδηγός διαβιβαστής, διαβιβαστής λεξικό γλώσσας δανικά, διαβιβαστής στα δανικά
Μεταφράσεις
- διαβητικός στα δανικά - diabetisk, diabetiske, diabetiker, diabetes, diabetic
- διαβιβάζω στα δανικά - transmittere, overføre, sende, fremsende, fremsender
- διαβλέπω στα δανικά - opdage, erkende, jeg ser, ser jeg, jeg kan se, min mening
- διαβολή στα δανικά - bagvaskelse, bagtalelse, bagtale, sladder, injurier
Τυχαίες λέξεις
Διαβιβαστής στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: speditør, speditøren, forwarder, udkørselsmaskine, disponent
Μεταφράσεις: speditør, speditøren, forwarder, udkørselsmaskine, disponent