Διακλάδωση στα δανικά
Μετάφραση: διακλάδωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gren, filial, branchen, branche, afdeling
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακλάδωση
διακλάδωση scart, διακλάδωση αγγλικά, διακλάδωση τηλεφωνικής γραμμής, διακλάδωση ethernet, διακλάδωση συνώνυμα, διακλάδωση λεξικό γλώσσας δανικά, διακλάδωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- διακεκριμένος στα δανικά - fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
- διακηρύσσω στα δανικά - bekende, skrifte, indrømme, tilstå, blis, blaze, ilden, ...
- διακοπές στα δανικά - ferie, helligdage, ferier, ferier i
- διακοπή στα δανικά - afbrydelse, pause, afbrydelsen, afbrydelser, afbrudt, afbrydelse af
Τυχαίες λέξεις
Διακλάδωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gren, filial, branchen, branche, afdeling
Μεταφράσεις: gren, filial, branchen, branche, afdeling