Διακλάδωση στα ιταλικά

Μετάφραση: διακλάδωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diramazione, ramo, filiale, succursale, ramo di, branca
Διακλάδωση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακλάδωση

διακλάδωση scart, διακλάδωση αγγλικά, διακλάδωση τηλεφωνικής γραμμής, διακλάδωση ethernet, διακλάδωση συνώνυμα, διακλάδωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, διακλάδωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διακεκριμένος στα ιταλικά - notevole, prominente, importante, di primo piano, di rilievo, preminente
  • διακηρύσσω στα ιταλικά - confessare, riconoscere, confessarsi, fiammata, tripudio, incendio, blaze, ...
  • διακοπές στα ιταλικά - ferie, vacanza, vacanze, feste
  • διακοπή στα ιταλικά - requie, sostare, interruzione, pausa, sosta, rottura, interruzioni, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακλάδωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: diramazione, ramo, filiale, succursale, ramo di, branca