Διασκευάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διασκευάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewerken, aanpassen, afstemmen, adapteren, modificeert, wijzigt, dienovereenkomstige wijziging, een dienovereenkomstige wijziging
Διασκευάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασκευάζω

διασκευάζω βικιλεξικο, διασκευάζω συνωνυμα, διασκεδάζω βικιλεξικο, διασκεδάζω λεξικο, διασκευάζω οικογενεια λεξεων, διασκευάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασκευάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασκέδαση στα ολλανδικά - amusement, pret, schalks, plezier, genoegen, ondeugend, dartel, ...
  • διασκεδάζω στα ολλανδικά - onderhouden, opvrolijken, amuseren, zwelgen, genieten, geniet, revel
  • διασκευή στα ολλανδικά - modificatie, aanpassing, bewerking, adaptatie, herziening, revisie, herzien, ...
  • διασκορπίζομαι στα ολλανδικά - rondstrooien, strooien, verstrooien, spreiding, scatter, verstrooiing
Τυχαίες λέξεις
Διασκευάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bewerken, aanpassen, afstemmen, adapteren, modificeert, wijzigt, dienovereenkomstige wijziging, een dienovereenkomstige wijziging