Εθελοντικά στα δανικά

Μετάφραση: εθελοντικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
Εθελοντικά στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εθελοντικά

εθελοντικά προγράμματα στο εξωτερικό, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2014, εθελοντικά ταξίδια, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2013, εθελοντικά προγράμματα 2014, εθελοντικά λεξικό γλώσσας δανικά, εθελοντικά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εθίζω στα δανικά - narkoman, addict, misbrugeren, afhængig, afhængige
  • εθελοντής στα δανικά - frivillig, frivillige, frivilligt, volontør, volontøren
  • εθελοντικός στα δανικά - frivillig, frivillige, frivilligt, en frivillig
  • εθιμοτυπία στα δανικά - ceremoni, højtidelighed, etikette, etiketten
Τυχαίες λέξεις
Εθελοντικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis