Εθελοντικά στα ουγγρικά
Μετάφραση: εθελοντικά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εθελοντικά
εθελοντικά προγράμματα στο εξωτερικό, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2014, εθελοντικά ταξίδια, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2013, εθελοντικά προγράμματα 2014, εθελοντικά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εθελοντικά στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εθίζω στα ουγγρικά - rabja, addict, drogos, drogfüggő, szenvedélybeteg
- εθελοντής στα ουγγρικά - önkéntes, az önkéntes, önkéntesek, önkéntesnek, önkéntesként
- εθελοντικός στα ουγγρικά - orgonaszóló, alapítványi, akaratlagos, önkéntes, az önkéntes, önkéntesen, önkéntes alapon, ...
- εθιμοτυπία στα ουγγρικά - ünnepély, szertartás, etikett, etikettet, az etikett
Τυχαίες λέξεις
Εθελοντικά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
Μεταφράσεις: akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan