Εκπληκτικός στα δανικά

Μετάφραση: εκπληκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overraskende, undre, overraskende i, forbavsende
Εκπληκτικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκπληκτικός

εκπληκτικός βικιλεξικο, εκπληκτικός... καταρράκτης στη θάλασσα, εκπληκτικός συνώνυμα, εκπληκτικός μικρούλης μόλις 16 μηνών χορεύει gangnam style, εκπληκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, εκπληκτικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκπλήσσω στα δανικά - overraskelse, overraskende, surprise, overraske
  • εκπληκτικά στα δανικά - overraskende, forbavsende, overraskende nok
  • εκπληρώνω στα δανικά - opfylde, opfylder, at opfylde, udføre, opfyldt
  • εκποιώ στα δανικά - sælge, sælge op, have indtil, sælge for op, salg af indtil, markedsføre indtil
Τυχαίες λέξεις
Εκπληκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overraskende, undre, overraskende i, forbavsende