Εξάλειψη στα δανικά

Μετάφραση: εξάλειψη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
elimination, eliminering, afskaffelse, fjernelse, afskaffelsen
Εξάλειψη στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάλειψη

εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης δικαιολογητικά, εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης από διαταγή πληρωμής, εξάλειψη αξιοποίνου, εξάλειψη αξιοποίνου 2013, εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης, εξάλειψη λεξικό γλώσσας δανικά, εξάλειψη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ενώνω στα δανικά - forene, binde, deltage, slutte, tilslutte, slutte sig, deltage i
  • εξάγω στα δανικά - eksport, eksportere, educe
  • εξάμηνο στα δανικά - semester, halvår, halve år, halvåret
  • εξάνθημα στα δανικά - udslæt, hududslæt, udslættet, udslet
Τυχαίες λέξεις
Εξάλειψη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: elimination, eliminering, afskaffelse, fjernelse, afskaffelsen