Εξάλειψη στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξάλειψη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijdering, eliminatie, afschaffing, opheffing, uitschakeling
Εξάλειψη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάλειψη

εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης δικαιολογητικά, εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης από διαταγή πληρωμής, εξάλειψη αξιοποίνου, εξάλειψη αξιοποίνου 2013, εξάλειψη προσημείωσης υποθήκης, εξάλειψη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξάλειψη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενώνω στα ολλανδικά - verenigen, toetreden, verbinden, samenvoegen, aansluiten, samenbinden, aaneenvoegen, ...
  • εξάγω στα ολλανδικά - uitvoeren, export, exporteren, uitvoer, te voorschijn brengen, voorschijn brengen, educe
  • εξάμηνο στα ολλανδικά - half, een half, helft, de helft, halve
  • εξάνθημα στα ολλανδικά - uitslag, huiduitslag, rash, uitbarsting, onbezonnen
Τυχαίες λέξεις
Εξάλειψη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verwijdering, eliminatie, afschaffing, opheffing, uitschakeling