Εξιλεώνομαι στα δανικά
Μετάφραση: εξιλεώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sone, bøde, at sone, forsone, afsone
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξιλεώνομαι
εξιλεώνομαι σημασία, εξιλεώνομαι λεξικό γλώσσας δανικά, εξιλεώνομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξημέρωση στα δανικά - domesticering, tæmning, beherskelsen, tamhed, akklimatiseret
- εξημερώνω στα δανικά - tæmme, domesticate
- εξισώνω στα δανικά - sidestille, ligestille, ensbetydende, lighedstegn mellem, sidestiller
- εξογκώνω στα δανικά - svulme, bloat, oppustet, unødigt stor, trommesyge
Τυχαίες λέξεις
Εξιλεώνομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sone, bøde, at sone, forsone, afsone
Μεταφράσεις: sone, bøde, at sone, forsone, afsone