Εξορίζω στα δανικά
Μετάφραση: εξορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eksil, forvise, overgive, underkende, degradere, nedrykke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξορίζω
εξορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εξορίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξοπλισμός στα δανικά - ekvipering, udstyr, udrustning, udstyret, materiel, udstyr i
- εξορία στα δανικά - eksil, landflygtighed, landsforvisning, eksilet
- εξοργίζω στα δανικά - exasperate, forværre
- εξοργισμένος στα δανικά - rasende, rasende over, vred
Τυχαίες λέξεις
Εξορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eksil, forvise, overgive, underkende, degradere, nedrykke
Μεταφράσεις: eksil, forvise, overgive, underkende, degradere, nedrykke