Εξορίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
relegate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξορίζω
εξορίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξορίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξοπλισμός στα ισλανδικά - búnaður, búnað, búnaði, tæki, búnaðar
- εξορία στα ισλανδικά - útlegð, segja útlægur gjör, Útlegðin, útlægur gjör
- εξοργίζω στα ισλανδικά - espa, exasperate
- εξοργισμένος στα ισλανδικά - trylltur, reiður, brjálaður
Τυχαίες λέξεις
Εξορίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: relegate
Μεταφράσεις: relegate