Επίσημος στα δανικά
Μετάφραση: επίσημος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
embedsmand, formel, formelle, formelt, en formel, den formelle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσημος
επίσημος συνώνυμα, επίσημος παραλήπτης, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος αντιπρόσωπος apple, επίσημος λεξικό γλώσσας δανικά, επίσημος στα δανικά
Μεταφράσεις
- επίρρημα στα δανικά - adverbium, biord, adverbiet, biordet, adverb
- επίσημα στα δανικά - officielt, er officielt, officiel, officielt er, officielle
- επίσης στα δανικά - for, også, ligeledes, desuden, endvidere
- επίσκεψη στα δανικά - besøge, besøg, visit, besøget, inlogget
Τυχαίες λέξεις
Επίσημος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: embedsmand, formel, formelle, formelt, en formel, den formelle
Μεταφράσεις: embedsmand, formel, formelle, formelt, en formel, den formelle