Επίσημος στα εσθονικά
Μετάφραση: επίσημος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ametiisik, formaalne, ametlik, ametnik, ametliku, ametlikku, formaalse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίσημος
επίσημος συνώνυμα, επίσημος παραλήπτης, επίσημος πληθωρισμός 2012, επίσημοσ εφημερίσ τησ κρητικήσ πολιτείασ, επίσημος αντιπρόσωπος apple, επίσημος λεξικό γλώσσας εσθονικά, επίσημος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- επίρρημα στα εσθονικά - adverb, määrsõna, Nimisõna, määrsõnast, märsõna
- επίσημα στα εσθονικά - ametlikult, ametliku, riiklikult, on ametlikult
- επίσης στα εσθονικά - ka, liiga, samuti, Lisaks
- επίσκεψη στα εσθονικά - külastus, visiit, külastuse, visiidi, külastada
Τυχαίες λέξεις
Επίσημος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ametiisik, formaalne, ametlik, ametnik, ametliku, ametlikku, formaalse
Μεταφράσεις: ametiisik, formaalne, ametlik, ametnik, ametliku, ametlikku, formaalse