Επεκτατικός στα δανικά
Μετάφραση: επεκτατικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspansiv, ekspansive, ekspansivt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επεκτατικός
επεκτατικός εθνικισμός, επεκτατικός συνώνυμα, επεκτατικός λεξικό γλώσσας δανικά, επεκτατικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- επείγων στα δανικά - presserende, uopsættelig, påtrængende, hastende, haster
- επεισόδιο στα δανικά - hændelse, episode, episoden
- επεκτείνω στα δανικά - forlænge, udvide, strækker, strækker sig, strække
- επεμβαίνω στα δανικά - blande, blande sig, forstyrre, gribe, interferere
Τυχαίες λέξεις
Επεκτατικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspansiv, ekspansive, ekspansivt
Μεταφράσεις: ekspansiv, ekspansive, ekspansivt