Επιπλήττω στα δανικά
Μετάφραση: επιπλήττω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλήττω
επιπλήττω κλιση, επιπλήττω αοριστος, επιπλήττω συνώνυμα, επιπλήττω αγγλικά, επιπλήττω αρχικοι χρονοι, επιπλήττω λεξικό γλώσσας δανικά, επιπλήττω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιπλέον στα δανικά - ekstra, yderligere, supplerende
- επιπλέω στα δανικά - svømme, float, flyde, flyder, flyderen, svømmeren
- επιπλοκή στα δανικά - komplikation, komplikationer, komplikation i
- επιπλώνω στα δανικά - fremlægge, stille, fremlægger, tilvejebringe, levere
Τυχαίες λέξεις
Επιπλήττω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
Μεταφράσεις: dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette