Επιπλώνω στα δανικά
Μετάφραση: επιπλώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremlægge, stille, fremlægger, tilvejebringe, levere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιπλώνω
επιπλώνω λεξικό γλώσσας δανικά, επιπλώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιπλήττω στα δανικά - dadle, irettesætte, reprove, revs, straffe, gaa i Rette
- επιπλοκή στα δανικά - komplikation, komplikationer, komplikation i
- επιπολαιότητα στα δανικά - overfladiskhed, overfladisk, overfladiske, overfladiskheden
- επιπρόσθετος στα δανικά - ekstra, yderligere, supplerende
Τυχαίες λέξεις
Επιπλώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fremlægge, stille, fremlægger, tilvejebringe, levere
Μεταφράσεις: fremlægge, stille, fremlægger, tilvejebringe, levere