Επιρροή στα δανικά
Μετάφραση: επιρροή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indflydelse, påvirke, påvirkning, betydning, indvirkning
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρροή
επιρροή στα αγγλικα, επιρροή επηρεάζω, επιρροή ορισμός, επιρροή συνώνυμα, επιρροή ετυμολογία, επιρροή λεξικό γλώσσας δανικά, επιρροή στα δανικά
Μεταφράσεις
- επιρρεπής στα δανικά - apt, lejlighed, egnet, tilbøjelige, velegnet
- επιρρηματικός στα δανικά - adverbial, adverbiel, adverbielt, adverbialer, adverbielle
- επισημαίνω στα δανικά - prik, punkt, top, påpege, opmærksom på, opmærksom
- επισκέπτης στα δανικά - besøgende, gæst, turistinformation, fra besøgende, turistinformation for, besøgendes
Τυχαίες λέξεις
Επιρροή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indflydelse, påvirke, påvirkning, betydning, indvirkning
Μεταφράσεις: indflydelse, påvirke, påvirkning, betydning, indvirkning