Επιρροή στα ισλανδικά

Μετάφραση: επιρροή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhrif, áhrifum, hafa áhrif, áhrifa, hafa áhrif á
Επιρροή στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιρροή

επιρροή στα αγγλικα, επιρροή επηρεάζω, επιρροή ορισμός, επιρροή συνώνυμα, επιρροή ετυμολογία, επιρροή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, επιρροή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιρρεπής στα ισλανδικά - líklegur, líklegur til, líklegur til-, hæfi
  • επιρρηματικός στα ισλανδικά - adverbial
  • επισημαίνω στα ισλανδικά - nes, oddur, benda, liður, benda á, bent, að benda á, ...
  • επισκέπτης στα ισλανδικά - gestur, gesturinn, gestir, gesti
Τυχαίες λέξεις
Επιρροή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: áhrif, áhrifum, hafa áhrif, áhrifa, hafa áhrif á